- νοτούρνο
- τομουσ. μελαγχολική μουσική σύνθεση με αργό ρυθμό που εκτελείται συνήθως τη νύχτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. notturno «νυχτερινός, νυχτερινό τραγούδι» < λατ. nocturnus «νυχτερινός» < λατ. nox, noctis «νύχτα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νυκτωδία — η 1. νυχτερινό τραγούδι 2. μουσ. είδος μουσικής σύνθεσης με βραδύ ρυθμό, γλυκιά και μελαγχολική, αλλ. νοτούρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτα + ωδία (< ωδός < ᾠδή). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
νυχτερινός — και νυκτερινός, ή, ό (ΑΜ νυκτερινός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νύχτα ή αυτός που συμβαίνει κατά τη νύχτα (α. «νυχτερινές ειδήσεις» β. «ἡνίκα αἱ νυκτεριναὶ φυλακαὶ ἤδη ἔληγον», Ξεν.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το νυχτερινό η νυκτωδία,… … Dictionary of Greek